αλατωρύχος

αλατωρύχος
ο рабочий соляной копи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλατωρύχος" в других словарях:

  • αλατωρύχος — ο 1. εργάτης αλατωρυχείου 2. αυτός που εκμεταλλεύεται αλατωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + ωρύχος < ορύσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατωρυχία] …   Dictionary of Greek

  • αλατωρύχος — ο αυτός που δουλεύει σε αλατωρυχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

  • αλατωρυχία — η [αλατωρύχος] εξαγωγή αλατιού από αλατωρυχείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»